εκτραπηναι

εκτραπηναι
    ἐκτραπῆναι
    inf. aor. 2 pass. к ἐκτρέπω См. εκτρεπω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκτραπηναι" в других словарях:

  • ἐκτραπῆναι — ἐκτρέπω turn out of the course aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεύομαι — Α 1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι* («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.) 2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῡσαι (κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»